ΗΛΙΑΣ ΜΟΥΤΣΙΟΣ:

Ιατρός-Ειδικός Παθολόγος με εξειδίκευση στον Σακχαρώδη Διαβήτη και σε ένα ευρύ φάσμα λοιμώξεων (ειδικών η μη), με πολυετή εμπειρία στον χειρισμό ασθενών μέσω διαγνώσεων-θεραπειών καθώς και διαχείρισης δύσκολων/χρόνιων παθήσεων.

Μέλος της:
- Ελληνικής Εταιρείας Εσωτερικής Παθολογίας,
της European Federation of Internal Medicine ( EFIM )
- Της European Society of Clinical Microbiology and Infectious Diseases ( ESCMID )
- Της Ελληνικής Εταιρείας Λοιμώξεων.

Διευθυντής Παθολογικής Κλινικής Νοσοκομείου Metropolitan

με ιατρική πολυετή εμπειρία σε:


"Ευρωκλινική Αθηνών", "ΙΑΣΩ" general, "ΥΓΕΙΑ", Κέντρο Ελέγχου Ειδικών Λοιμώξεων ( Κ.Ε.Ε.Λ )" και Γενικό Νοσοκομείο Αθηνών " Ο ΕΥΑΓΓΕΛΙΣΜΟΣ " ( ως Ειδικευόμενος αλλά και ως Επιστημονικός Συνεργάτης ).

Με διαρκή συμμετοχή σε ελληνικά αλλά και σε διεθνή συνέδρια ( ως εισηγητής-ομιλητής ), καθώς και με πληθώρα δημοσιεύσεων επιστημονικών άρθρων.

Τρίτη 20 Οκτωβρίου 2015

Τυχαιοποιημένες γενικές εξετάσεις υγειας. Αποτελεσματικές;

Από τη στιγμή που κάνουμε τακτικό έλεγχο στο αμάξι μας, γιατί να μη γίνεται το ίδιο και με το σώμα μας ώστε να μπορούμε να εντοπίζουμε και να θεραπεύουμε διαταραχές, προτού εκείνες φτάσουν να προκαλέσουν μεγάλη ζημιά; είναι κάτι που φαίνεται τόσο απλό και λογικό, ωστόσο το ανθρώπινο σώμα δεν είναι αυτοκίνητο, και σε αντίθεση με ένα αυτοκίνητο, έχει αυτό-θεραπευτικές ιδιότητες.
Στην πραγματικότητα, το πρώτο πράγμα για το οποίο είμαστε σίγουροι σχετικά με το προσυμπτωματικό έλεγχο διαλογής, είναι ότι θα προκαλέσει ζημιά σε κάποια άτομα. Αυτός είναι και ο λόγος που χρειαζόμαστε τυχαιοποιημένες δοκιμές με τις οποίες θα εξακριβωθεί εάν ο έλεγχος διαλογής κάνει περισσότερο καλό παρά ζημιά. Προτού αποφασίσουμε εάν θα το εφαρμόσουμε στην καθημερινή πράξη, οι ιατροί το είχαν αντιληφθεί από νωρίς και διεξήγαγαν 16 τυχαιοποιημένες δοκιμές γενικών εξετάσεων υγείας την περίοδο από το 1963 έως και το 1999.
Μια ανασκόπηση από το 2012 η οποία συμπεριέλαβε 11.940 θανάτους δεν επαλήθευσε την επίδραση των γενικών εξετάσεων στη συνολική θνησιμότητα (αναλογία κινδύνου 0,99 διάστημα αξιοπιστίας 0,95 έως 1,03) ή στη θνησιμότητα από καρδιοαγγειακή νόσο ή καρκίνο ( αυτές οι δοκιμές έλαβαν χώρα στην Ευρώπη και στις ΗΠΑ ). Η πιο πρόσφατη δανέζικη Inter 99 ξεκίνησε το 1999 και διερεύνησε την επίδραση του συστηματικού ελέγχου διαλογής σχετικά με παράγοντες κινδύνου για ισχαιμική καρδιοπάθεια αλλά και της παροχής συμβουλών πάνω στον τρόπο ζωής, έως τέσσερις φορές, σε μία περίοδο πέντε ετών. Όπως προηγουμένως, έτσι κι η δοκιμή αυτή απέτυχε να βρει επίδραση στη συνολική θνησιμότητα! συνέβησαν 3163 θάνατοι και η αναλογία κiνδύνου ήταν 1.00 (0,91 στην κυρία έκβαση ), την επίπτωση ισχαιμικής καρδιοπάθειας για την οποία η αναλογία κινδύνου ήταν 1,03.
Το ότι οι γενικές εξετάσεις δεν έχουν αποτέλεσμα στρέφεται κατά της κοινής λογικής. Γνωρίζουμε, για παράδειγμα, ότι ακόμη και μια σύντομη συμβουλή σχετικά με το κάπνισμα θα οδηγήσει μερικά άτομα στο να εγκαταλείψουν αυτή τη συνήθεια. Μία μετα-ανάλυση 17 δοκιμών έδειξε ότι η πιθανότητα διακοπής καπνίσματος αυξήθηκε κατά 66% και η μελέτη Inter 99 και αρκετές από τις προηγούμενες συμπεριλαμβάνουν συμβουλές σχετικά με το κάπνισμα και άλλους ανθυγιεινούς τρόπους ζωής.
Δύο, κύριες, πιθανές εξηγήσεις υπάρχουν για την έλλειψη αποτελεσματικότητας.
Κατά πρώτον, αρκετοί ιατροί διεξάγουν ήδη έλεγχο για καρδιαγγειακούς παράγοντες κινδύνου ή νόσους σε ασθενείς που τους βλέπουν για άλλο λόγο, κρίνοντας πως βρίσκονται σε αντίστοιχο κίνδυνο. Ο έλεγχος αυτός συνήθως θεωρείται αναπόσπαστο μέρος της πρωτοβάθμιας περίθαλψης και η προσθήκη μιας προσέγγισης συστηματικού ελέγχου διαλογής δεν είναι ωφέλιμη. Κατά δεύτερον, οι ωφέλιμες επιδράσεις του ελέγχου διαλογής θα μπορούσαν να αντισταθμιστούν στις επιζήμιες επιδράσεις με παράδειγμα τον σακχαρώδη διαβήτη τύπου 2.Οι ρυθμιστικές αρχές εγκρίνουν τα φάρμακα για το διαβήτη αποκλειστικά με βάση το αποτέλεσμα ως προς την μείωση της γλυκόζης. Πρόσφατα είναι τα παραδείγματα της τολβουταμίδης και ροσιγλιταζόνης, δύο αντιδιαβητικών δισκίων που αύξησαν τον καρδιαγγειακό κίνδυνο και τον καρκίνο της ουροδόχου κύστεως.
Οι άνθρωποι που αποδέχονται μία πρόκληση να υποβληθούν σε γενικές εξετάσεις υγείας, τείνουν να είναι υψηλότερου κοινωνικοοικονομικού επιπέδου και χαμηλότερου καρδιαγγειακού κινδύνου καθώς επιδεικνύουν χαμηλότερη καρδιοαγγειακή νοσηρότητα και συνολική θνησιμότητα από τους άλλους.
Η έλλειψη αποτελεσματικότητας των εξετάσεων υγείας θα μπορούσε, εν μέρει, να εξηγηθεί από το ότι προσέρχονται άτομα, ως επί το πλείστον, υγιή. Ωστόσο, η απουσία ακόμη και μιας τάσης, προς όφελος, κάνει την εξήγηση αυτή να φαντάζει απίθανη καθώς κάποιοι από τους ασθενείς που προσήλθαν για έλεγχο, ήταν υψηλού κινδύνου.
Τα προγράμματα ελέγχου διαλογής για υγιή άτομα δικαιολογούνται μόνο όταν τυχαιοποιημένες δοκιμές δείχνουν ξεκάθαρα ότι τα οφέλη υπερκαλύπτουν τους κινδύνους. Για τις γενικές εξετάσεις υγείας σε κλινικές δοκιμές φαίνεται να δείχνουν το αντίθετο. Δεν διαπιστώθηκαν εμφανή οφέλη και παρ'ότι δεν υπήρξε επαρκής αναφορά βλαβών, οι εξετάσεις υγείας θα αναμενόταν, όπως συμβαίνει, να αυξήσουν την υπέρ διάγνωση και την υπερθεραπεία με τις αντίστοιχες ανεπιθύμητες ενέργειες και ψυχολογικές συνέπειες. Οι γιατροί δεν θα πρέπει να προσφέρουν στους ασθενείς τους γενικές εξετάσεις υγείας και οι κυβερνήσεις θα πρέπει να τηρούν στάση αποχής από την εισαγωγή προγραμμάτων εξετάσεων, όπως έκανε η υπουργός υγείας της Δανίας όταν έμαθε για τα αποτελέσματα της ανασκόπησης Cochraine και της μελέτης Inter99.
Τα τρέχοντα προγράμματα θα πρέπει να εγκαταλειφθούν. Αυτό δεν θα είναι εύκολο. Κάποιοι ιατροί πιστεύουν έντονα στα οφέλη των γενικών εξετάσεων, κάποιοι κερδίζουν τα προς το ζην από αυτές τις εξετάσεις και κάποιοι άλλοι τις προτείνουν απλά για να φαίνονται καλοί γιατροί. Συνεπώς, δεν υπάρχει καμία αμφιβολία για το οτι θα υπάρξει μεγάλη αντιπαράθεση αναφορικά με τις μεθόδους και τα αποτελέσματα της Inter99, αλλά αξίζει τον κόπο να αναλογιστούμε το αποτέλεσμα. Μέχρι τώρα έχουν συμβεί 15.103 θάνατοι σε δοκιμές που κάλυψαν συνολικά περίοδο 50 ετών και δεν υπήρξε ούτε ίχνος επίδρασης στη θνησιμότητα.
Καμία κριτική στις δοκιμές αυτές, όσο μεγάλη κι αν είναι, δε θα μπορούσε να μετατρέψει το αποτέλεσμα από αρνητικό σε θετικό. Ωστόσο θα μπορούσαν να έρθουν στην επιφάνεια ενδιαφέροντες παράγοντες που θα μπορούσαν να είναι χρήσιμοι σε άλλες κλινικές δοκιμές.



Ηλίας Μούτσιος M.D
Ειδικός Παθολόγος
Διευθυντής
Νοσοκομείο Metropolitan

Δεν υπάρχουν σχόλια:

Δημοσίευση σχολίου